περιβλαστάνω

περιβλαστάνω
περιβλαστάνω,
A grow round about, Plu.2.829b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιβλαστάνω — ΝΑ φυτρώνω γύρω από κάτι, φύομαι ολόγυρα (α. «αν τής δικαιοσύνης / περιβλαστῇ το σκήπτρον», Κάλβ. β. «ῥίζας αἱ κύκλῳ νεμόμεναι και περιβλαστάνουσαι κάμπτουσι...», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”